- μεσοπαγετώδης
- -εςφρ. «μεσοπαγετώδης εποχή»γεωλ. διάστημα τού γεωλογικού χρόνου μεταξύ δύο διαδοχικών παγετωδών εποχών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τίγλιος — α, ο, Ν φρ. «τίγλια μεσοπαγετώδης εποχή» ή, απλώς, «το τίγλιo» γεωλ. η τεγκέλια μεσοπαγετώδης εποχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατιν. tiglium «σπόρος φυτού»] … Dictionary of Greek
τεγκέλιος — α, ο, Ν φρ. «τεγκέλια μεσοπαγετώδης εποχή» ή, απλώς, «τεγκέλιο» γεωλ. υποδιαίρεση τού πλειστοκαίνου και τών αποθέσεών της στη βόρεια Ευρώπη η οποία αντιπροσωπεύεται από αλλουβιακές αποθέσεις που περικλείουν απολιθώματα ασπονδύλων και σπονδυλοζώων … Dictionary of Greek
κρομέριος — ο, θηλ. και α γεωλ. φρ. «κρομέρια μεσοπαγετώδης εποχή» ή, απλώς, «κρομέριο» μεγάλη υποδιαίρεση τού πλειστοκαίνου και τών αποθέσεών του στη βόρεια Ευρώπη, η οποία προηγείται τής ελστέριας μεσοπαγετώδους εποχής και ακολουθεί τη μενάπια μεσοπαγετώδη … Dictionary of Greek
νίδιος — α, ο φρ. «νίδια μεσοπαγετώδης εποχή» ή, απλώς, «νίδιο» γεωλ. μεγάλη υποδιαίρεση τού πλειστοκαίνου και τών αποθέσεών του στις Κάτω Χώρες, η οποία ακολουθεί την Βάαλ και προηγείται τής ντρένθιας παγετώδους εποχής … Dictionary of Greek
σάνγκαμον — Ν φρ. «μεσοπαγετώδης εποχή σάνγκαμον» ή, απλώς, «το σανγκαμόνιο» γεωλ. μεγάλη υποδιαίρεση τού πλειστοκαίνου και τών αποθέσεών του στη Βόρεια Αμερική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sangamon < Sangamon, ποταμός και πολιτεία στην Αμερική] … Dictionary of Greek
φαρμδάλιος — α, ο, Ν φρ. «φαρμδάλια μεσοπαγετώδης εποχή» ή, απλώς, «το φαρμδάλιο» γεωλ. υποδιαίρεση τού ανώτερου πλειστοκαίνου και τών αποθέσεών του στη Βόρεια Αμερική. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. farmdalian (inter glacial stage)] … Dictionary of Greek